ἐγκλήσεις

ἐγκλήσεις
ἔγκλησις
accusation
fem nom/voc pl (attic epic)
ἔγκλησις
accusation
fem nom/acc pl (attic)
ἐγκλάω
thwart
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
ἐγκλάω
thwart
fut ind act 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναυτοδίκης — ο (Α ναυτοδίκης) νεοελλ. αξιωματικός τού Πολεμικού Ναυτικού ο οποίος είναι μέλος τού ναυτοδικείου αρχ. στον πληθ. οἱ ναυτοδίκαι δικαστές οι οποίοι εκλέγονταν τον μήνα Γαμηλιώνα και ήταν αρμόδιοι για την εκδίκαση ναυτικών υποθέσεων και ιδίως αυτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”